φοΰντο

φοΰντο
το , φοΰντος ο дно;

βρίσκω φοΰντο — доставать дно, достигать, дна;

ρίχνω στο φοΰντο — пускать ко дну, топить;

πάω (στο) φοΰντο — а) тонуть; — б) перен. терпеть крах (о деле и т. п.)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "φοΰντο" в других словарях:

  • φούντο — φούντο, το και φούντος, ο (λ. λατ.), ο βυθός, ο πυθμένας, ο πάτος: Δε βρίσκει φούντο η άγκυρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φούντο — το, και φούντος, ο, Ν 1. βυθός, πυθμένας, πάτος 2. φρ. «πάει φούντο» μτφ. απέτυχε τελείως, ναυάγησε. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. μσν. φοῦντος < λατ. fundus «βυθός, πυθμένας»] …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β …   Dictionary of Greek

  • φουντάρω — φουντάρισα και φούνταρα, φουνταρισμένος (λ. ιταλ.) 1. μτβ., βυθίζω πλοίο με βίαιο τρόπο (εμβολή, σύγκρουση, ανατίναξη). 2. αμτβ., καταβυθίζομαι, καταποντίζομαι, βουλιάζω, πάω φούντο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»